στόκος

στόκος
ο, Ν
1. τεχνολ. α) συνδετικό υλικό το οποίο παρασκευάζεται από τιτανόσκονη και βρασμένο λινέλαιο και το οποίο μαλάσσεται σε συνεκτική και εύπλαστη μάζα και χρησιμοποιείται για τη στερέωση υαλοπινάκων στα φατνώματα θυρών και παραθύρων, για επικάλυψη ρωγμών σε ξυλοκατασκευές και για την πλήρωση οπών από καρφιά
β) ονομασία για παρασκευάσματα που είναι παρόμοια με το παραπάνω, όπως είναι ο σιδηρόστοκος και ο στόκος μινίου
γ) ονομασία για μερικά εύπλαστα πλαστικά
2. (οικοδ.) γυψομάρμαρο ή γυψοκονία, πολτώδης μάζα από γύψο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται για να φράζονται ή να γεμίζουν οπές, κενά ή ανωμαλίες τοίχων
3. λεπτή και επιμήκης λεπίδα που κρύβεται μέσα σε ράβδο η οποία χρησιμεύει ως θήκη
4. παλαιότερο είδος πολεμικού ξίφους με οξύτατη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stocco].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στόκος — ο (λ. ιταλ.), γυψομάρμαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυψομάρμαρο — το 1. μάρμαρο τεχνητό από γυψοκονία και άλλα συστατικά 2. στόκος …   Dictionary of Greek

  • δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… …   Dictionary of Greek

  • επίπλασμα — το (Α ἐπίπλασμα) [επιπλάσσω] έμπλαστρο νεοελλ. συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος …   Dictionary of Greek

  • μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… …   Dictionary of Greek

  • στοκάρω — Ν καλύπτω επιφάνεια ή ανωμαλία ή φράζω οπή ή χαραμάδα με στόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stoccare (βλ. λ. στόκος)] …   Dictionary of Greek

  • Αγαλάς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 317 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού. Στην περιφέρεια υπάρχουν κοιτάσματα λευκόλιθου, από τον οποίο παράγεται στόκος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου …   Dictionary of Greek

  • μάγμα — το 1. κάθε υλικό που μαλάσσεται, ο στόκος, το κερί. 2. (γεωλ.), μάζα ρευστή και διάπυρη με αέρια που υπάρχει βαθιά στη γη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”