- στόκος
- ο, Ν1. τεχνολ. α) συνδετικό υλικό το οποίο παρασκευάζεται από τιτανόσκονη και βρασμένο λινέλαιο και το οποίο μαλάσσεται σε συνεκτική και εύπλαστη μάζα και χρησιμοποιείται για τη στερέωση υαλοπινάκων στα φατνώματα θυρών και παραθύρων, για επικάλυψη ρωγμών σε ξυλοκατασκευές και για την πλήρωση οπών από καρφιάβ) ονομασία για παρασκευάσματα που είναι παρόμοια με το παραπάνω, όπως είναι ο σιδηρόστοκος και ο στόκος μινίουγ) ονομασία για μερικά εύπλαστα πλαστικά2. (οικοδ.) γυψομάρμαρο ή γυψοκονία, πολτώδης μάζα από γύψο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται για να φράζονται ή να γεμίζουν οπές, κενά ή ανωμαλίες τοίχων3. λεπτή και επιμήκης λεπίδα που κρύβεται μέσα σε ράβδο η οποία χρησιμεύει ως θήκη4. παλαιότερο είδος πολεμικού ξίφους με οξύτατη αιχμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stocco].
Dictionary of Greek. 2013.